- ακριβοτάγιστος
- ακριβοτάγιστος, -η, -ο και ακριβοτάιστος, -η, -οαυτός που τράφηκε με μεγάλη φροντίδα, ο χαϊδεμένος: Το άλογο εκείνο, ακριβοτάγιστο και πολυχαϊδεμένο, το καμάρωναν όλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.